- Σισύφου
- Σῑσύφου , Σίσυφοςtemple of S.masc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άλμος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Σίσυφου και αδελφός του Γλαύκου, του Ορνυτίωνα και του Θέρσανδρου. Βασίλεψε στην Ανδρηίδα, μέρος της Βοιωτίας που του παραχώρησε o βασιλιάς του Ορχομενού Ετεοκλής. Διάδοχός του ήταν ο Φλεγύας, γιος της θυγατέρας του… … Dictionary of Greek
Glaukos of Sisyphus — ( el. Γλαύκος του Σισύφου) was the son of Sisyphus which he succeeded by his father to the throne of Ephyra, a war which the same persond had built. From that city later went to Corinth. Glaukos took part in mortal ceremonies and athletic games… … Wikipedia
SISYPHUS — Aeoli fil. qui icum Atticam latrociniis infestaret (unde Ovid. Met. l. 13. v. 32. Quid sanguine cretus Sisyphio, furtisque et fraude simillimus illi.) a Theseo occisus est. Hunc Poetae fabulantur eô supplicii genere apud inferos plecti, ut saxum… … Hofmann J. Lexicon universale
Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… … Dictionary of Greek
Σισυφίδες — οι / Σισυφίδαι, ΝΑ 1. οι απόγονοι τού Σισύφου 2. συνεκδ. οι Κορίνθιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σίσυφος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης*] … Dictionary of Greek
γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… … Dictionary of Greek
κορωνός — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του βασιλιά των Λαπιθών Καινέα και ένας από τους Αργοναύτες. Σύμφωνα με την παράδοση, μαζί με τον Πείριθο, έδιωξαν τους Κενταύρους από το Πήλιο. Σκοτώθηκε από τον Ηρακλή. 2. Γιος του Απόλλωνα και της… … Dictionary of Greek
κραταιίς — κραταιίς, ίδος (Α) 1. (για τον λίθο τού Σισύφου) η υπερβολική δύναμη τού λίθου, που προέρχεται από το μεγάλο βάρος του («ὅτε μέλλοι ἄκρον ὑπερβαλέειν, τότ ἀποστρέψασκε κραταιίς», Ομ. Οδ.) 2. (ως κύριο όν. προπαροξύτονο) ἡ Κράταιις η μητέρα τής… … Dictionary of Greek
κρόταλο — και κούρταλο, το (AM κρόταλον και κούρταλον) όργανο που αποτελείται από δύο κομμάτια μετάλλου, ξύλου, οστού ή άλλου υλικού τα οποία, όταν χτυπηθούν κατάλληλα, παράγουν ήχο κατά τον ρυθμό τού χορού («κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον ἱέντα κέλαδον… … Dictionary of Greek